- δαμαλοπόδια
- δᾰμᾰλοπόδια, ων, τά,A calves' feet, Alex.Trall.7.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαμαλοπόδια — δαμαλοπόδια, τα (Α) πόδια δαμαλιών … Dictionary of Greek